- χολερικῇ
- χολερικόςoffem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημιχολώδης — ἡμιχολώδης, ες (Α) 1. ο εν μέρει χολώδης 2. αυτός που έχει εν μέρει ασθενική, χολερική κράση … Dictionary of Greek
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
χολερικός — ή, ό / χολερικός, ή, όν, ΝΑ [χολέρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χολέρα (α. «χολερικά συμπτώματα» β. «ξυνέβη ἐμπεσεῑν εἰς πάθεα χολερικὰ ἐκ κρεηφαγίης», Ιπποκρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χολέρα 3. ως ουσ. άτομο χολερικής… … Dictionary of Greek
Σοφοκλής — I Αρχαίος Έλληνας τραγικός (Αθήνα 496 406 π.Χ.). Γιος ενός οπλοποιού, το 480 ήταν επικεφαλής του νικητήριου χορού των εφήβων κατά τον εορτασμό της νίκης της Σαλαμίνας. Το 468 σημείωσε την πρώτη νίκη στους δραματικούς αγώνες νικώντας τον Αισχύλο… … Dictionary of Greek